- πρόραχος
- πρό-ραχος, ὁ, u. προ-ραχία, ἡ, Vorbrandung
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
πρόραχος — ὁ, Α πιθ. βράχος που προεξέχει προς τη θάλασσα και σχηματίζει σπήλαια. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ῥαχία «απότομη και πετρώδης ακτή»] … Dictionary of Greek